- ξηροθερμικός
- -ή, -ό1. (βιογεωγρ.) χαρακτηρισμός θερμών και ξηρών σταθμών που βρίσκονται στο μέσον ορισμένων πολύ πιο υγρών περιοχών και περικλείουν χαρακτηριστικά φυτά και ζώα2. φρ. «ξηροθερμικός δείκτης»(βιογεωγρ.) κλιματικός δείκτης που αναφέρεται στα κλίματα τα οποία έχουν μια πολύ χαρακτηριστική γι' αυτά ξηρά περίοδο.
Dictionary of Greek. 2013.